- φαλάκρωμα
- τό1) облысение (действие); 2) лысина; плешь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαλάκρωμα — bald head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάκρωμα — το, ΝΜΑ [φαλακρῶ, ώνω] η φαλάκρωση αρχ. 1. φαλακρή κεφαλή 2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
φαλακρώματα — φαλάκρωμα bald head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρώματι — φαλάκρωμα bald head neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρώματος — φαλάκρωμα bald head neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿՆՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1106 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. ԿՆՏՈՒԹԻՒՆ կամ ԿՆԴՈՒԹԻՒՆ. φαλάκρωμα calvities. Կունտ կամ կունդ գոլն. ճաղատութիւն. ճեղութիւն. եւ Կեղ գլխոյ՝ որ թափէ զհերս. ... *ի կնտութեան (կամ ʼի կնդութեան) նորա կամ ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φαλάκρωση — η το πέσιμο των τριχών του κεφαλιού, ο σχηματισμός φαλάκρας, φαλάκρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)